|
рано #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рано? — ανωρίς как с (ново)греческого переводится слово ανωρίς? — рано — επισκευαστικός — ψυχοβιολογισμός — επιφύλαξη — σπληναλγία — λατρεύω — ψυμοζήτης — στρατόπεδο — γραυς — παρενόχληση — ενενήκοντα — πιεζοηλεκτρικός — αναγκιρός — υποκειμενικότητα — λαιλαπώδης — ομπυάζω — ζήλια — αντιλογικός — νιώσιμο — εκδίδομαι — εθιμοτυπικός — αγριεμάρα |
|||