Новогреческий словарь
Εγγλέζος
Εγγλέζος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
Εγγλέζος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ελέγχω
—
γονής
—
δασοσκέπαστος
—
φεγγαρόφωτο
—
γεφύρωμα
—
καθώς
—
λευκαίνω
—
εμβαλλάγιον
—
χρησμοδότης
—
ανθελληνικός
—
εκατόμβαττον
—
κλιβανοφόρος
—
ανεξαίρετος
—
δωροδοκούμαι
—
αγοριτσίστικος
—
ολόρθος
—
οβιδοφόρος
—
ανεχίτωμα
—
περιπαικτικός
—
γραμματοφυλάκιο
—
δημαγωγικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве