|
неповреждённый; невредимый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неповреждённый? — απαράβλαφτος как на (ново)греческом будет слово невредимый? — απαράβλαφτος как с (ново)греческого переводится слово απαράβλαφτος? — неповреждённый, невредимый — ντιλετταντισμός — εκχυδαΐζω — απομυθοποιούμαι — δανείζω — ποικιλόπτερος — ασπηστος — εμπρεσσιονιστής — αϋφαντοπάνι — σηκός — εξήντα — αποσβεννύω — ποδηγετημένος — γιαμάς — πέος — μουγγρί — οζώδης — εξασθενημένος — αλυσωτός — αξούρηγος — απογραφή — γλεντοκόπημα |
|||