Новогреческий словарь
λογοκριτικός
λογοκριτικός
1)
цензурный
;
2)
цензорский
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
цензурный
? —
λογοκριτικός
как на
(ново)греческом
будет слово
цензорский
? —
λογοκριτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
λογοκριτικός
? — цензурный, цензорский
#
(ново)греческий словарь
—
ξενηστικώνομαι
—
δασμολόγηση
—
κοινόχρηστος
—
λυπηρός
—
αρατίζω
—
εκλεκτικός
—
αυτοδημιούργημα
—
κτιστικά
—
ανειδοποίητος
—
ανατύπωμα
—
φορολογικός
—
διάβασμα
—
ονειροπόλος
—
κουτσομπόλεμα
—
τρυγίζω
—
ανακατεμένος
—
φρενολογικός
—
αδεξιότητα
—
νεανίδα
—
βάλη
—
πατσάς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве