|
η мор. дрейф #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дрейф? — αντιμονή как с (ново)греческого переводится слово αντιμονή? — дрейф — διαιωνίζω — νύφαρο — ανάγυρτος — κλακαδόρος — διακόνεμα — ένθεμα — καβαλλάω — κλιματογραφία — διοικητικό — ασίτευτος — ζυγιστικά — ωσμόμετρο — ραγιστός — σκατο- — μινούτο — αρθρίδιο — αναζωπύρηση — καθαρτήριος — σπαρταράω — αποτρογίαση — μονόφυλλος |
|||