|
(-χος) зоол. непарнокопытный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово непарнокопытный? — μονώνυξ как с (ново)греческого переводится слово μονώνυξ? — непарнокопытный — ατμήλατος — βρώμη — γάβανο — ολίγιστος — ακόρντο — φορβειά — ασκίον — φωνογράφηση — πολυγραφία — γαυρώνω — νύφαρο — στάχι — γλυκαίνομαι — υποθήκη — επιλήψιμος — ψάθα — μοιραστνκός — σπαθολόγχη — εκκριτικός — αμφίζωστος — λεμφοπενία |
|||