|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κρανιοεγκεφαλικός? — — ανάβρυσμα — αγροφυσική — πεντάρφανος — πρώτον — παιδαγωγικά — άφθορος — καλαθοπλεκτική — πλεούσα — ξεροψήσιμο — ξανανοίγω — επιστέγαση — τετραμηνιαίος — ενώνω — πιρούνιασμα — άσυλο — μολυβένιος — σφραγιδόκηρος — εμβρυολογία — κολλιέ — ενορχος — σημύδα |
|||