Новогреческий словарь
ενούρηση
ενούρηση
(-εως) η мед.
энурез
(ночное недержание мочи)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
энурез
? —
ενούρηση
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενούρηση
? — энурез
#
(ново)греческий словарь
—
στυγνότητα
—
τού
—
παραπλανάω
—
κατάφαση
—
υπότροπος
—
αρβάλι
—
καμπουριάζω
—
νταμαρήσιος
—
ξαγόρευση
—
αβιογένεσις
—
μόσκος
—
επιστημολογικός
—
ρητινόπισσα
—
αραγός
—
γκρεμός
—
πτερυγίζω
—
αφηρημάδα
—
τυποποιός
—
δουλευταρού
—
καπνοπαραγωγή
—
αριθμογράφος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве