|
хвалебный, похвальный; ~ή γνώμη — похвальный отзыв; εκφράστηκε μέ ~ά λόγια... — [phrase]он отозвался с похвалой..., он высоко оценил...[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хвалебный? — επαινετικος как на (ново)греческом будет слово похвальный? — επαινετικος как с (ново)греческого переводится слово επαινετικος? — хвалебный, похвальный — διασαφώ — αντραλίζω — σουμπρέττα — εσφαλμένος — αντικειμενικότητα — φανταρία — καλοδιοίκητος — ντούρος — υψηλόφρων — ταφικός — θεατρίζομαι — συνήθεια — νευροπαθολογία — στίλβωση — στραβώνομαι — ορεογραφία — αξούριστος — φορεσιά — κομπανία — ακτινοσκόπος — μουσική |
|||