Новогреческий словарь
καλόγερος
καλόγερ|ος
ο прям., перен.
монах
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
монах
? —
καλόγερος
как с
(ново)греческого
переводится слово
καλόγερος
? — монах
#
(ново)греческий словарь
—
ανοστίμευτος
—
καντιλοσβήστρα
—
καφεσαντάν
—
ξυλεύομαι
—
μαρουλάκι
—
κουτιαίνω
—
χαβάς
—
εκλειπτικός
—
μονώνυχος
—
νομοτελειακός
—
γυαλί
—
τιμοκατάλογος
—
λαθρακουστής
—
υγειονομικό
—
τελέσφορος
—
αμπελοκλαδευτής
—
στρύμωγμα
—
προηγούμαι
—
δελφινοκόριτσο
—
χαλικώδης
—
βενετοκρατία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве