|
ο слесарь (изготовляющий ключи, замки) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово слесарь? — κλειδοποιός как с (ново)греческого переводится слово κλειδοποιός? — слесарь — ευμέθοδον — μυσαρότητα — αλληλοδιαδόχως — μαγκαρία — ύδνο — ωμόμετρο — τυρόπιτα — ειδοποιημένος — αειμακάριστος — ψαλιδοκέρι — υπεργολάβος — φραξιονιστικός — πρεστίζ — αμαγάριστος — ψυχιατρική — αχυρύς — αποταγή — προλογίζω — κάδρο — αποτήκω — ακατράμωτος |
|||