Новогреческий словарь
ανασκευαστικός
ανασκευαστικός
опровергающий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
опровергающий
? —
ανασκευαστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανασκευαστικός
? — опровергающий
#
(ново)греческий словарь
—
φραγμός
—
ατμοπλοϊκός
—
μόλυσμα
—
πηνίο
—
οζοκηρίτης
—
κρασοβόλι
—
γαμώ
—
ασπροσίτικος
—
αδιακήρυκτος
—
Βερολινέζος
—
ασχεδίαστος
—
συμβατός
—
πελάτης
—
ασθενής
—
δακτυλικά
—
ναυλωτήριο
—
μάντρισμα
—
μάτιασμα
—
γνωστότατος
—
αποδοκιμαστικός
—
καύσιμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве