Новогреческий словарь
εγνώσθην
εγνώσθην
παθ. αόρ. от γιγνώσκω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εγνώσθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
σκορδιαλός
—
πεπτίνη
—
αγαλμάτινος
—
βιδόνια
—
χύλισμα
—
δείν
—
φιλόλαος
—
βασικός
—
πρωτοτυπικός
—
μηδέποτε
—
σαυροειδή
—
αλογίστως
—
ξεφράζω
—
επτάστιχο
—
δακτυλογραφώ
—
αρμολόγημα
—
φαρισαϊκός
—
αποψυκτικός
—
κρεουργώ
—
ψητάρης
—
γιάγμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве