Новогреческий словарь
βαμένος
βαμέν|ος
закалённый
(о стали и т. п.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
закалённый
? —
βαμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
βαμένος
? — закалённый
#
(ново)греческий словарь
—
ανακοινωθέν
—
λαβίδα
—
διατσέντο
—
χρυσοστολίζω
—
αφορμώμαι
—
λυγάω
—
κατάπτοστος
—
βαθρακοταντανίζομαι
—
χειροβομβίδα
—
λιμάρικο
—
πολτοειδής
—
δασμολογικός
—
οζοντισμός
—
παραγωγικά
—
εκστατικός
—
ομοιόθερμος
—
κροτικός
—
μικροβισμός
—
ματά
—
υπερπροστατευτικότητα
—
σπουδιαίος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве