|
закалённый (о стали и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово закалённый? — βαμένος как с (ново)греческого переводится слово βαμένος? — закалённый — σάμβυξ — σπληνεκτομίο — δρόσος — νοικοκύρης — συγκοινωνιολογία — γαλαδερφή — ανθόσπαρτος — πονοψυχιά — εβίβα — λύδιος — βεστιάριο — υπεραφθονώ — στερέωση — φυτάδι — βράκα — ερευνώ — ξέπλεγμα — ορυκτός — απλόχερος — ύφαλα — δυσμηνόρροια |
|||