|
ο мужик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мужик? — μουζίκος как с (ново)греческого переводится слово μουζίκος? — мужик — σακχαρωτόν — γαϊδουροκυλίστρα — εξέβην — Δανέζα — ευμέθοδον — μάνα — έγκυος — αντρείος — εθνικόφρων — εκπροσωπώ — μολυσμένος — λεξικογραφικός — λεκές — φαταούλας — οδηγώ — αρσανάς — ατσαλιά — κατεψυγμένος — νεκρομαντεία — μονομάτης — κατευνασμός |
|||