|
(-εως) η смешение; смесь; === ερωτική ~ — совокупление #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово смешение? — μίξη как на (ново)греческом будет слово смесь? — μίξη как с (ново)греческого переводится слово μίξη? — смешение, смесь — μισθωτικός — φλογοσωλήνας — υποδιδάσκαλος — γυψοπλάστης — προδομένος — μεστώνω — διαδόσιμος — λογύδριο — έθανον — εναγώνιος — ενδεής — πραίτωρας — ιχθογόνος — αναλαβαίνω — ερυθροκύτωσις — τοτουάζ — λαγγεύομαι — απρακτώ — αμμοχαλικόστρωτος — κυκλοτρόνιον — αντιπυρηνικός |
|||
|