|
жевать; === ~ τά λόγιο μου — говорить невнятно, бормотать; мямлить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жевать? — ξερομασάω как с (ново)греческого переводится слово ξερομασάω? — жевать — ανίκανος — παραγιός — εμπτυσμός — αναπλάσσω — ανοσιουργός — αναδιοργανωμένος — παρυφή — ψιλογράφος — αμετάπλαστος — ομπυάζω — τρίγλυφο — γνέφος — μαγμόσφαιρα — ξελακκώνω — σιγομίλητος — σφερδούκλι — φανφαρονίστικος — ενθουσιαστής — ανεπιτήδευτος — αδαμαντοκόσμητος — όξος |
|||