|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μονοπατάκι? — — δακτυλογράφηση — φτωχοκομείο — αναδεκτός — ανεμόσκαλα — ροδή — πολύχρους — ορόσημο — ασκημομούρικος — φορμαλιστής — ένταση — ακοταγέλαστος — αδήριτος — προσαρμόζομαι — μπάγκα — ασυνεχής — ωθηση — συνεχής — μακαρίτης — τανύζω — ειδεχθής — πελαγώνω |
|||