|
η кормилица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кормилица? — βυζάχτρα как с (ново)греческого переводится слово βυζάχτρα? — кормилица — τριάντα — αθέσπιστος — αστρέβλωτος — καταχωρίζω — συγκαίω — σφαλιστός — κυριακάτικα — σηψαιμία — ντεκρεσέντο — κοινόβιο — ελεφαντοστό — σκευάμαξα — ζωικός — αερικό — ραδιοβιολογία — μεραρχία — οφρύς — ξεμπρόστιασμα — κουνελοτροφείο — απανωτά — ηλικίωση |
|||