Новогреческий словарь
στατιστικός
στατιστικός
1.
статистический
;
~ά στοιχεία — статистические данные
;
~οί πίνακες — статистические таблицы
;
2. (о)
статистик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
статистический
? —
στατιστικός
как на
(ново)греческом
будет слово
статистик
? —
στατιστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
στατιστικός
? — статистический, статистик
#
(ново)греческий словарь
—
βίαιος
—
μαμουρεύω
—
κεραμιδόχωμα
—
προπαροξύτονος
—
ξομολόγημα
—
φαλαινίς
—
ιμπεριαλισμός
—
κεράτια
—
υδροδοτούμαι
—
νανόμετρο
—
κανηφόρος
—
συνδικία
—
αφίσσα
—
υποζύγιος
—
εξωστήρ
—
σκοτεινόχρωμος
—
ατυράννιστος
—
κατατραυματίζω
—
απρέπεχα
—
ξεκαλουπώνω
—
τραπουλόχαρτο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве