|
(-ιθος) ο, η индюк, индейка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово индюк? — ινδόρνις как на (ново)греческом будет слово индейка? — ινδόρνις как с (ново)греческого переводится слово ινδόρνις? — индюк, индейка — ελαιοτριβείον — κατασχετός — ζερδαβάς — μπούνια — ιστοθέτηση — ευκάλυπτος — γαϊδουράκι — ατσικνίδα — ενταφιαστής — κασμήρι — καστανός — βιβλιόψειρα — εγκυκλοπαιδικός — αζωία — αποπερατώνω — σεισμογένεση — βιβλιοθήκη — μεζεκλής — απαγχονισμός — μνημοσύνη — παθαίνομαι |
|||