Новогреческий словарь
στηθικός
στηθικός
1)
грудной
;
~ά νοσήματα — болезни органов грудной клетки
;
2)
чахоточный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
грудной
? —
στηθικός
как на
(ново)греческом
будет слово
чахоточный
? —
στηθικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
στηθικός
? — грудной, чахоточный
#
(ново)греческий словарь
—
νευρολόγος
—
καφωδείο
—
αντάπηξ
—
διαρράπτω
—
αλατοπωλείο
—
δωδεκαωρία
—
τραγέλαφος
—
οινοπνευματομέτρησις
—
ανεμπόδιστος
—
ηλεκτροστατική
—
φιλιωτής
—
συνάγχη
—
απενταρία
—
συρράπτω
—
εμβληματολογία
—
κακοφορμίζω
—
άργαστος
—
σοινίκι
—
πολυουρία
—
ελεφαντόδοντο
—
μώλος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве