|
графологический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово графологический? — γραφολογικός как с (ново)греческого переводится слово γραφολογικός? — графологический — εργοτίνη — νοησιαρχία — θανή — αχυρόσκεπος — παρείσφρηση — εύρημα — σούρωμα — άσβεστος — κερδομανής — μέτοχος — φροντίζω — μπήζω — ολιγαρχικός — δραπετεύω — τσυρίζω — σουπίτσα — μονοθάλαμος — ωρίμανση — εγκαιρόττιτα — αύξηση — μπουμπάρι |
|||