Новогреческий словарь
περιοδικώς
περιοδικώς
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
περιοδικώς
? —
#
(ново)греческий словарь
—
λαρύγγι
—
απαράβλαπτος
—
αστυφύλακας
—
περισπάωμαι
—
γεωλογικός
—
νηπιοκομία
—
ασεμνογράφος
—
τρώκτης
—
αντικαθρεφτίζω
—
κροτίς
—
πυροδότηση
—
επικηρύσσω
—
μετάγγιστρον
—
ακούρνιαστος
—
βαδίστρια
—
κιτς
—
μπλιό
—
αλευράς
—
πιατίνι
—
σαββατοκύριακο
—
μαχαιράκι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве