|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово περιοδικώς? — — βατήρας — εκμισθώτρια — συντονίζω — φιαλόσχημος — βρωμόγρια — υπανδρεύω — ανδριαντοποιός — οργιαστικός — Πολωνικός — επανάψυξη — γλιγουδεύομαι — αναρπάζομαι — μωρόπιστος — χαραμοφάης — κουτσοπερνώ — ιδιαίτερο — αγγειοσυσταλτικός — αγγλοτραφής — λαθροχέρης — ατήραγος — οροσημαίνω |
|||