Новогреческий словарь
αποσχών
αποσχών
воздержавшийся
;
οι ~όντες της ψηφοφορίας — воздержавшиеся от голосования
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
воздержавшийся
? —
αποσχών
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποσχών
? — воздержавшийся
#
(ново)греческий словарь
—
ιεροκριτικός
—
αφροστεφανωμένος
—
σαπωνοποίηση
—
ξέπλεγος
—
ευσταχιανός
—
εγκλωβισμός
—
ακτινογραφικός
—
ευνοώ
—
σκουτεράκι
—
σορόπιασμα
—
προσδοκώμενος
—
συνθλαστήρας
—
μπεκιάρα
—
ανταξιώνω
—
μουσικοθεραπεία
—
παν-
—
κομιστηκά
—
θεσμός
—
ελεημονικός
—
ποδοκύλημα
—
κορδωμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве