Новогреческий словарь
αναγόραστος
αναγόραστ|ος
1)
непроданный
;
2)
непродажный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
непроданный
? —
αναγόραστος
как на
(ново)греческом
будет слово
непродажный
? —
αναγόραστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναγόραστος
? — непроданный, непродажный
#
(ново)греческий словарь
—
αξήγητος
—
ανεξόπλιστος
—
βόγγος
—
ξεψυχισμένος
—
διαβολόκαιρος
—
υποκρίνομαι
—
διαξιφίζομαι
—
αχρωμία
—
αυτεπάγγελτα
—
χασοφεγγαριά
—
ταγγίλα
—
ενδεικνύομαι
—
κοκεταρίζομαι
—
πεντάχρονο
—
χρεωλυτικός
—
τυρί
—
φθείριος
—
ανεξανάγκαστος
—
βερίκοκκο
—
καμπριολέρ
—
καρκινοματώδης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве