|
ο 1) лохмотья; 2) уст. корпия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лохмотья? — ξαντός как на (ново)греческом будет слово корпия? — ξαντός как с (ново)греческого переводится слово ξαντός? — лохмотья, корпия — νοσηρώς — εσώκλειστος — μπογιαντίζω — γυναικοφέρνω — δαφνωτός — απολιθώνω — αξίνη — συνεπιβάτης — λασπολογία — αναβίωση — συνεργασία — ηγουμενεία — καρικατούρα — ευθαλειούχος — σκατώνω — αντίγραφο — φυλακισμενος — πολλαπλούς — μάλθα — τρείς — αλαφυραγώγητος |
|||