|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σκαρλάτος? — — πασπαλίζω — ψυχικό — ξεγνέθω — προσευκτήριον — διαιτητική — αρχοντογειτονιά — παραβάζω — κομψεύομαι — μαμμά — αβάσκαμα — κεφάτος — λαβωμένος — ολόϊσια — τυφλοπάννι — βλαστοφυω — μετριάζομαι — ετερομερής — γνωμάτευση — ατμοκίνητος — βανίλλη — επιμήκυνση |
|||