|
ο коршун #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коршун? — ψαλιδάρης как с (ново)греческого переводится слово ψαλιδάρης? — коршун — σκιαγραφώ — ειδύλλιο — σταφυλικός — τυράγνιο — εμπρέπει — πόστο — μενεξεδύ — θυμαριά — μελιχρότητα — επήγαγον — παρασύνθημα — ψαλίδισμα — σαδιστικός — παντοίος — ποταμόφιλος — ευλήπτως — εξαμβλωτικός — ύβος — μυούμαι — κτηματαγορά — υπερυποφυσισμός |
|||