|
двенадцатый; ~άτη ώρα — а) полдень, полночь; б) последний момент; επερίμεναν νά έλθουν τήν ~άτην ώραν — [phrase]их ждали до последнего момента[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двенадцатый? — δωδέκατος как с (ново)греческого переводится слово δωδέκατος? — двенадцатый — αρχαιοφύλακας — γροθίζω — έπαρχος — υπερβόμβα — αβιογένεσις — συνταχτικό — τρίκυκλο — αποκεί — θρήσκευμα — διαβιβάζω — βόμβυκας — ισολογισμός — απροσδόκητος — κρυφομουρμούρισμα — εικονοστάσιο — αντικαταστάτισσα — ανθοκήπιο — εγκληματολογία — παραπέμπω — φυλακή — αγιασμός |
|||