|
ο викарий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово викарий? — βικάριος как с (ново)греческого переводится слово βικάριος? — викарий — ακατάστρωτος — Μακεδόνας — αρχέγονος — αβάρα — δράγα — προγνώστης — προπαροξύνω — αξενίτευτος — αποτρίχωση — φωνηεντικός — ενδεκάμηνος — μετασαλεύω — τεντυμπόϋς — μπράουνιγκ — αχόρταστος — κτηνίατρος — γαλαντομία — αποστρατιωτικοποιούμαι — αρτηριακός — ζιγγίβερη — ωτίον |
|||