|
η 1) охота; 2) добыча (охотничья); πλούσια ~ — богатая добыча #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово охота? — θήρα как на (ново)греческом будет слово добыча? — θήρα как с (ново)греческого переводится слово θήρα? — охота, добыча — τυφλόμυιγα — μεταβατικά — μολυβδαίνιο — άρον άρον — σπαλέτα — ορμίσκος — εκφυλισμός — σεισμογραφία — κουρμπάνι — κάτοικας — γραφολογία — απέναντι — ανεπίδοτος — μετασκευάζω — μπροστάντζα — μεγάλαυχος — στρυφνός — ανοισχυντία — αυτογνώμων — τσιλημπούρδισμα — τιτλοφόρηση |
|||