|
το с.-х. элеватор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово элеватор? — σιλό как с (ново)греческого переводится слово σιλό? — элеватор — φιδήσιος — συγκερνάω — ακοινωνησία — οντολογία — τζόκεης — οικονομικά — πυγολαμπίδα — χαλάζι — πάγετος — απεριστρόφως — ιστιοπλοΐα — προλιμένας — φιαλοειδής — εκνίτρωση — λαχανάρμιά — συμβουλευτής — παρακαλώ — πολεμικότητα — γλυκόνειρεύομαι — διαβατικός — άδενδρος |
|||