Новогреческий словарь
μονογένεση
μονογένεση
η биол.
бесполое размножение
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бесполое размножение
? —
μονογένεση
как с
(ново)греческого
переводится слово
μονογένεση
? — бесполое размножение
#
(ново)греческий словарь
—
παραπαίω
—
επαρμένος
—
πτεροθύσανος
—
χασομέρι
—
σκαρίζω
—
αλχημικός
—
εμβρυοειδής
—
πασουμάκι
—
βουλεβάρτο
—
αμακαδόρισσα
—
δοκουμέντο
—
οινοπνευματίασις
—
εξόντωση
—
καπάκι
—
λιανοτούφεκο
—
εκατοχρονίτισσα
—
αποδένδρωση
—
θρησκόληπτος
—
σαχλίτσα
—
καλυτερεύω
—
κατιφές
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве