Новогреческий словарь
μετειδίκευση
μετειδίκευση
η
переквалификация
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
переквалификация
? —
μετειδίκευση
как с
(ново)греческого
переводится слово
μετειδίκευση
? — переквалификация
#
(ново)греческий словарь
—
μονοσέντονο
—
αχερο
—
αραδιαστά
—
αναχασμιέμαι
—
χρηματιστική
—
στιφάδο
—
ημιψυγής
—
τοπογραφικός
—
σκιρώ
—
χορταρικά
—
αντιφεμινισμός
—
σέρτικος
—
κακοστόμαχος
—
μονόπλευρος
—
προεκτείνω
—
συμμάχομαι
—
βόδι
—
κοραλλιοθήρας
—
εντεροσκόπιο
—
σκανδαλιάρικος
—
μεγαλιθικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве