|
торговаться; ~ τό κρέας — торговаться(__,__) покупая мясо #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово торговаться? — παζαρεύω как с (ново)греческого переводится слово παζαρεύω? — торговаться — αντενάγω — μιτάρισμα — αγγειορραγία — ημίονος — ξεκουβαριάζω — διάρα — προσορμίζω — ανασκέλιασμα — ανεπισκεύαστος — ισονεφής — αιμοφιλικός — αλογοδότητος — τρελαίνω — διακενώ — εξυπνοπούλι — προσκαλεσμένος — κοπανατζού — νεογνό — επίφυσις — σταθεροποίηση — ατμοπλοΐα |
|||