Новогреческий словарь
καρκινώδης
καρκινώδης
раковый
;
~ όγκος — раковая опухоль
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
раковый
? —
καρκινώδης
как с
(ново)греческого
переводится слово
καρκινώδης
? — раковый
#
(ново)греческий словарь
—
πολυκομματικός
—
αμετάτροπος
—
ξεθαρρεύομαι
—
ραδιενέργεια
—
γαζί
—
δημοσίευμα
—
κητέλαιον
—
νταμπής
—
εμπέτασμα
—
παραφτάνει
—
αδροκάμωτος
—
λαθροϋλοτομία
—
τοπικιστικός
—
γλυκοχάραμα
—
ανοπλώρισμα
—
μετάνοιωμα
—
ξανανθίζω
—
πουλητής
—
μεμιάς
—
παρέκει
—
απρόβλεφτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве