Новогреческий словарь
έθανον
έθανον
αόρ. от θνήσκω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
έθανον
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αρρενοκοίτης
—
δεντρήσιος
—
χερσώνω
—
ασθενοφόρο
—
εξιδιασμένος
—
διαλλάττω
—
γυναίκήσιος
—
παροπλισμός
—
εξοικονόμηση
—
διαδίδομαι
—
αλατοζύγιον
—
πολυβολαρχία
—
ευκολόπαρτος
—
κοπίδι
—
νομοταγής
—
παίξιμο
—
καταραμένος
—
Βένετοι
—
βιαιοπραγώ
—
απαγκιστρώνομαι
—
χιονόπτωση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве