|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διαφέντεμα? — — αζημίωτο — φραγκεύω — κεφαλικός — βλαπτικά — αναχορήγηση — φωτοζιγκογρσφία — παρθενικός — ανασκόπηση — μόσκος — αυτοαναφλεγόμενος — τετοιώνω — τσακωμένος — εκκλησιάζομαι — συμμετρικότητα — αλασκάριστος — υπερπίεση — πετροκάραβο — άτακτος — επιτελίς — πολέμαρχος — συναίνεση |
|||