Новогреческий словарь
αποξηραίνομαι
αποξηραίνομαι
высыхать; осушаться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
высыхать
? —
αποξηραίνομαι
как на
(ново)греческом
будет слово
осушаться
? —
αποξηραίνομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποξηραίνομαι
? — высыхать, осушаться
#
(ново)греческий словарь
—
επισυναλλαγμοτική
—
μπάζα
—
ενήλικας
—
τυπολάτρης
—
πρωτοκολλημένος
—
οργανοληπτικός
—
εμπρεσσιονιστής
—
συντονισμένος
—
δαφνοκέρασος
—
περβόλι
—
δυσφημιστικός
—
πετρελαιοκινητήρας
—
τσιπουροκατάνυξη
—
φώναξη
—
ψιμυθίτης
—
θερμιδομετρικός
—
μπογιατζίδικο
—
προεξοφλούμαι
—
παρατιμονιάζω
—
ξεδιάλεγμα
—
μπαμπακοκάρυδο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве