|
ориентировочный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ориентировочный? — προσανατολιστικός как с (ново)греческого переводится слово προσανατολιστικός? — ориентировочный — ομόγνωμος — εξοχότητα — ταπεινοφρονώ — ψυχιατρικός — φούντωμα — λεμφοκύτταρον — αυξημένος — υποκοριστικός — εκμίσθωση — καταπιεστής — διανόηση — τραγικοποιούμαι — υδροχρωματιστής — χρυσοστολίζω — ανάστροφα — εφτανησιακός — φλομωμένος — ανυπόταχτος — σημαίνω — θηλασμός — χειραγωγός |
|||