Новогреческий словарь
κυπραίϊκος
κυπραίϊκ|ος
кипрский
;
===
~αίϊκο γαϊδούρι — нахал
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кипрский
? —
κυπραίϊκος
как с
(ново)греческого
переводится слово
κυπραίϊκος
? — кипрский
#
(ново)греческий словарь
—
προστακτική
—
αναξαίνω
—
διείδον
—
παρεμβάλλομαι
—
κακοφορμίζω
—
πετεινόμυαλος
—
μουσκάρι
—
τσουλούφι
—
καχυποψία
—
μασκέ
—
σφυροκόπος
—
υποχείριος
—
διαχέομαι
—
ξελεκιάζω
—
εννοιοκρατία
—
παραχώνομαι
—
συμμαθητής
—
πούστης
—
διαφόρησις
—
σεργιάνι
—
γηροκομία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве