Новогреческий словарь
ετράφην
ετράφην
παθ. αόρ. от τρέφω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ετράφην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ασιανός
—
εκκενώνω
—
αφωτογράφητος
—
απάντικρυ
—
φωτοτυπικός
—
κεραία
—
κοπιαστικός
—
κορνίζα
—
πρίμος
—
αχταρμάς
—
υπερκείμενο
—
αξίωση
—
ακανόνιστον
—
μαμουρεύω
—
κεδρωτός
—
ξενογαμία
—
κοιλιόδεσμος
—
αντιπυροβολώ
—
ηλεκτροφώτισις
—
υποστροφή
—
επιδαψιλεύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве