|
~εως η противодействие; бойкот (перен.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово противодействие? — αντίπραξη как на (ново)греческом будет слово бойкот? — αντίπραξη как с (ново)греческого переводится слово αντίπραξη? — противодействие, бойкот — κυψέλη — αρτιθανής — στερεωμένα! — σιωνίστρια — λόβιον — τακτός — παραφωνία — τρελλός — κατσικοπρόβατα — βαλμαδιό — θάφτης — οίδημα — επιπεδόκοιλος — κουτσός — ποδοβολώ — κατεπείγων — ευτελίζω — γεννητάρι — γρανιτώδης — επισημοποιώ — αγκαλώ |
|||