Новогреческий словарь
αλληλοδιαδοχή
αλληλοδιαδοχή
η
чередование
;
~ δύο αστικών κομμάτων στήν εξουσία — чередование у власти двух буржуазных партий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
чередование
? —
αλληλοδιαδοχή
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλληλοδιαδοχή
? — чередование
#
(ново)греческий словарь
—
θερμοπηγή
—
μισθωτός
—
παραχαράσσω
—
ξαναζήσιμο
—
σουσαμάτο
—
μήτρα
—
εξωπραγματικός
—
πλεκτάνη
—
προάσκηση
—
αδιάκριτος
—
εμπροσθέλλα
—
δεκαοχτάχρονος
—
ακριβός
—
δανείζομαι
—
μαντολινάτα
—
κητοειδής
—
απορριμματοφόρο
—
σφουγγαράδικος
—
μυρμηγκότρυπα
—
τοιχογραφικός
—
γιγάντια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве