|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εμπορείο? — — ακαθαίρετος — δωδεκασύλλαβος — αυτοπεποίθηση — ραΐζω — απολυταρχισμός — υπέρθερμος — δυναμομηχανή — αποστομώνω — αχορήγητος — ποτέ — κονικλοτροφείο — δισταχτικότητα — υψηλό — δροσισμένος — μυσταγωγικός — ηθοποιία — νιόβλαστος — μονοσέντονο — ανακατατάσσομαι — χαλινός — εκθλνπτικός |
|||