Публикации

βραχονησίδα, η - небольшой скалистый остров; утес (в море)

ед.ч.:
Им. βραχονησίδα
Р.п. βραχονησίδας
В.п. βραχονησίδα
Зв. βραχονησίδα

мн.ч.:
Им βραχονησίδες
Р.п. βραχονησίδων
В.п. βραχονησίδες
Зв. βραχονησίδες

#греческий словарь

------
έρημο βραχώδες νησάκι στο οποίο δεν είναι δυνατόν να διατηρηθεί μόνιμος πληθυσμός ούτε να υπάρξει αυτόνομη οικονομική ζωή




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit