Новогреческий словарь





Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω
категории словаря: фрукты занятие, профессия

β / 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33 34 35 36 37 38 39 40 41 42 43 44 45 46 47 48 49 50 51 52 53 54 55 56 57 58 59 60 61 62 63 64 65 66 67 68 69 70 71 72 73 74 75 76 77 78 79 80 81 82 83 84 85

βαρύθυμα


βαριοπούλα


βαρύμαγκας


βασαλτικός


βασισμένος


Βασιλεύουσα


βασιλικά


βασκανία


Βατοπέδι


βατραχάκι


βατραχίνα


βατσιναρισμένος


βαφτιστικά


βδελύσσομαι


βδέλυγμα


βεβαίως


βεβαιώ


βεβηλώνομαι


βεβηλώνω


βλάσφημος


βεγγαλέζικος


βελονισμός


βελάκι


Βενετία


βενετσιάνικα


βενζινάροτρο


βενζινοκινητήρας





латышский словарь, литовский словарь, шведско-русский словарь,