Новогреческий словарь





Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω
категории словаря: фрукты занятие, профессия

ξ / 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33 34 35 36 37 38 39 40 41 42 43 44 45 46 47 48 49 50 51 52 53 54 55 56 57 58 59 60 61 62 63 64

ξεφλουδισμένος


ξεφορμαρισμένος


ξεφουσκωμένος


ξεφραγμένος


ξεφτίδι


ξεφωνημένος


ξεχειλωμένος


ξεκαλοκαιριάζω


ξεχαημένος


ξέψυχος


ξεψυχισμένος


ξέψυχα


ξεψυχισμένα


ξηλωμένος
распоротый, разорванный по шву, уволенный, отстранённый от должности

ξηροβατικός


ξηραντήριο


ξινοφαίνεται


ξιφοποιός


ξιφοφόρος


ξιφιός


ξιφίδιο


ξοδιάζω


ξόδιαση


ξυλέμπορας


ξυλοδεσιά


ξυλόκαρφο


ξυσμένος





латышский словарь, литовский словарь, шведско-русский словарь,