Новогреческий словарь





Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω
категории словаря: фрукты занятие, профессия

ο / 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33 34 35 36 37 38 39 40 41 42 43 44 45 46 47 48 49 50 51 52 53 54 55 56 57 58 59 60 61 62 63 64 65 66 67 68 69

ορογραφία


ορογραφικός


οροπληροφορικός


οροδιδακτικός


οροϊστορικός


οροδοσία


οροδοτώ


οροδότηση


οροφιαίος


όρυξη


ορύσσω


ορφάνεμα


ορφανίζω


ορφανικός


ορφανισμός


ορχηστής


ορχηστρίδα


ορχηστρούλα


οστεοδυνία


οστεωδυνικός


οστό


οσφυικός


ουδετερόδυνος


ουδετερόνιο


ουδετεροποίηση


ουδέτερα


ουζομεζεδοπωλείο





латышский словарь, литовский словарь, шведско-русский словарь,